σαρκείλημα

σαρκείλημα
και σαρκόλεμμα, το, Ν
ανατ. διαφανές υμενώδες σωληνώδες έλυτρο που περιβάλλει εξωτερικά καθεμιά γραμμωτή μυϊκή ίνα, αλλ. μυόλειμμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. σαρκείλημα < σάρξ, -κός + είλημα «κάλυμμα, σκέπασμα» (< είλω / ειλώ «στρίβω, τυλίγω», πρβλ. μυ-είλημα) και μαρτυρείται από το 1879 στον Γ. Καραμήτσα. Ο τ. σαρκόλεμμα είναι αντιδάνειος, πρβλ. αγγλ. sarcolemma (< σάρξ, σαρκός + λέμμα «φλοιός»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μυόλεμμα — και μυείλημα, το ανατ. διαφανές σωληνώδες υμενώδες έλυτρο που περιβάλλει εγκαρσίως καθεμιά γραμμωτή μυϊκή ίνα, αλλ. σαρκείλημα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μυόλεμμα είναι αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. myolemma (< μυς, μυός «όργανο τού σώματος» + λέμμα*… …   Dictionary of Greek

  • σάρκα — η / σάρξ, σαρκός, ΝΜΑ, και αιολ. τ. σύρξ Α 1. το μυώδες μέρος τού σώματος τών ανθρώπων και τών ζώων, το κρέας (α. «στα μέρη όπου λαγωνικά τα δάχτυλα / μυρίζονται τη σάρκα», Ελύτης β. «ἔγκατά τε σάρκας τε καὶ ὀστέα», Ομ. Οδ.) 2. το μέρος αυτό τού… …   Dictionary of Greek

  • μύες — Όργανα με βασική τους ιδιότητα τη συστολή, δηλαδή την ικανότητα να κονταίνουν και, χάρη σ’ αυτή, να προκαλούν κινήσεις των τμημάτων του σώματος στα οποία προσφύονται· εκτός της κινητικής τους δραστηριότητας, οι μ. συμμετέχουν στον μεταβολισμό του …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”